Μετακομίσαμε, ο αδερφός κι εγώ φύγαμε από το σπίτι των γονιών και πλέον συγκατοικούμε all by ourselves. Έφτασε η στιγμή οι μικροί νεοσσοί να απογαλακτιστούν, να ανοίξουν τα φτερά τους, να πετάξουν από την ασφαλή φωλίτσα των γονιών τους και να βγουν στην κοινωνία.
Έτσι οι νεοσσοί αδερφός κι εγώ πήραμε όλο μας το βιος, αποχαιρετήσαμε με δάκρυα συγκίνησης τους γονείς και το παλιό μας σπίτι, είπαμε αντίο στην πατρική μας φωλίτσα, στην εστία που για πάντα θα στεγάζει αναμνήσεις από τα παιδικά κι εφηβικά μας χρόνια και μετακομίσαμε.
Μεταφερθήκαμε στο απέναντι σπίτι από το διαμέρισμα των γονιών. Η εξώπορτά μας απέχει από την εξώπορτα του σπιτιού των γονιών 3 μέτρα. Ούτε καν σε άλλο όροφο δεν πήγαμε for Christ’s sake. Η ζωή μου είναι συναρπαστική I know.
Still, technically ζούμε σε ένα άλλο σπίτι all by ourselves. Η μπατσίνα που προηγουμένως το νοίκιαζε έφυγε παραπονούμενη ότι το σπίτι ήταν πολύ ζεστό για τα γούστα της κι ότι είχε κατσαρίδες, 2-3 από τις οποίες μας τις έφερε σε μια χαρτοπετσέτα για του λόγου το αληθές. Η τύπισσα κουβαλούσε σιδερικό και φοβόταν τις κατσαρίδες?
Έτσι αντί να ψάξουμε νέο ενοικιαστή καθαρίσαμε το σπίτι, βάψαμε τα καινούργια μας δωμάτια, κατεβάσαμε από μια κήλη ο καθένας μετακινώντας τα γραφεία και τις βιβλιοθήκες μας, ρίξαμε σε κάθε γωνιά ραδιενεργό Teza να εξαλείψουμε κάθε ίχνος αραχνοειδούς και εντόμου και εγκατασταθήκαμε μόνιμα στη νέα κατοικία. Πλέον απολαμβάνουμε την πολυτέλεια να έχουμε ζεστό σπιτικό φαγητό σε απόσταση μιας πόρτας, ενώ διατηρούμε την ιδιωτικότητα και την αυτονομία μας, χωρίς για παράδειγμα να έχεις έγνοια να μην σηκωθείς να κατουρήσεις στις 3 τα ξημερώματα γιατί θα ξυπνήσει η μάνα από το μέσα δωμάτιο και θα νομίζει ότι είσαι άρρωστος και μπορεί να σε πείραξε κάτι που έφαγες και θα σε ρωτήσει με τρεμάμενη φωνή αν είσαι καλά και γιατί παιδί μου πας τουαλέτα μες στη μαύρη νύχτα κι εσύ με αγανάκτηση θα πεις «γιατί έτσι μου ήρθε και χέστηκα ρε μάνα, ωωω πια» και μετά θα ξεκινήσει λογύδριο-κύρηγμα καλά να πάθεις, με τις σαβούρες που πάτε και τρώτε εσείς οι νέοι και δεν εκτιμάτε το αγνό σπιτικό φαγητό και δε μας αγαπάτε εμάς τους γονείς που χαλί γινόμαστε να μας πατήσετε εσείς οι αχάριστοι και πότε θα πάρεις πτυχίο.
Με τη μετακόμιση έκανα ένα γερό ξεκαθάρισμα στη σαβούρα που μάζευα στο γραφείο μου όλα αυτά τα χρόνια και παρατηρώντας τι είχα συγκεντρώσει όλον αυτό τον καιρό έκανα τις εξής 2 διαπιστώσεις. Πρώτον, ότι άπαξ και βρεθεί κάτι στην κατοχή μου, όσο άχρηστο και ασήμαντο μπορεί να είναι θα αρνηθώ να το πετάξω. Στα σκοτεινά, υγρά κι ανήλιαγα σκοτάδια των συρταριών μου ανακάλυψα στυλό των οποίων το μελάνι είχε στερέψει εδώ και χρόνια και παρόλαυτα τα φύλαγα, κακόγουστα μπρελόκ που δε σκόπευα να χρησιμοποιήσω ποτέ, αυτοκόλλητα Power Ranger και αποσυναρμολογημένα παιχνιδάκια από τα Lucky Toys ή τα Kinder έκπληξη. Πράγματα που δε θα είχαν καμία χρησιμότητα σε κανέναν, εκτός ίσως κι αν ποτέ κλείδωναν τον Μαγκάιβερ στο δωμάτιό μου και για να αποδράσει να χρειαζόταν ένα στυλό, ένα συνδετήρα, ένα μπρελόκ αλεπού και μια μίνι τσουλήθρα Ice Age από τα Kinder για να φτιάξει μια τηλεκατευθυνόμενη χειροβομβίδα ξέρω γω ή κάτι παρόμοιο.
Η δεύτερη διαπίστωσή μου είναι ότι πρέπει να πέρασα κάποια πολύ μίζερη περίοδο στη ζωή μου κατά τη διάρκεια της οποίας έκανα άσκοπες αγορές για να καλύψω το συναισθηματικό κενό που πρέπει να ένιωθα μέσα μου(no girlfriend obviously, or no serious hobbies) και τώρα έχω βρεθεί να έχω στην κατοχή μου περισσότερα βιβλία, DVD και ηλεκτρονικά παιχνίδια σε σχέση με το προσδοκόμενο όριο ζωής μου που μου απομένει για να μπορέσω να τα διαβάσω/δω/παίξω. Αυτά θα ζήσουν περισσότερο από μένα. Είναι άδικο, δεν έχουν ούτε αντίχειρες for crying out loud.
Είχα τη φαεινή ιδέα για παράδειγμα να αγοράσω το DVD box set της σειράς 21 Jump Street με τον Τζόνι Ντεπ, γιατί μου άρεσε πολύ αυτή η σειρά την εποχή που είχε κυκλοφορήσει κι έψαχνα απεγνωσμένα να ξαναδώ τα επεισόδια. Έτσι έδωσα γύρω στα 40 με 50 ευρώ για την κάθε σεζόν κι επειδή ήταν 5 οι σεζόν έδωσα συνολικά γύρω στα 200 με 250 ευρώ. Γυρνώντας σπίτι και τοποθετώντας το box set σε περίοπτη θέση στο γραφείο μου έκανα το λάθος να κοιτάξω στο πίσω μέρος του κουτιού και να δω ότι αποτελείται από 103 επεισόδια, δηλαδή από 45 λεπτά το επεισόδιο μιλάμε για 80 ώρες σειράς. 80 ώρες! Αυτό μπορεί να διαρκούσε περισσότερο κι από γάμο της Άντζελας Δημητρίου. Η αφοσίωση που απαιτούσε η σειρά ήταν εξουθενωτική κι αγχωτική.
Επιπλέον είχα παραλείψει το γεγονός ότι μπορεί η σειρά να φαινόταν συναρπαστική τις αρχές του ’90 αλλά seriously όσο και να σου αρέσει ο Τζόνι Ντεπ, με την αλλαγή της δεκαετίας άλλαξε και η μόδα με αποτέλεσμα να μην αντέχεις να παρακολουθήσεις πάνω από 5 λεπτά γιατί βλέπεις συνεχώς κάτι τέτοιες εικόνες:
(δες τι φοράει η κοπέλα της παρέας -έχει περισσότερα παράσημα καρφιτσωμένα πάνω της απ'όσα φόραγε ο Σεφερλής όταν έκανε τον Αστυνόμο Θεοχάρη)
Παρακολουθείς τη σειρά και είναι αδύνατον να μη σου έρθει η επιθυμία να αναφωνήσεις: «Ιιιιιου, Κάποιος να καλέσει την fashion police! Ποιος τυφλός σε έντυσε εσένα?» οδηγώντας σε στο σημείο να βαρέσεις τέτοια κρίση λες και είσαι ο Κοτέντος και μόλις είδες ένα μοντέλο σου να έχει συνδυάσει κίτρινο με πράσινο ξέρω γω που δεν ταιριάζει, ή να είσαι ο Τρύφων Σαμαράς και να βλέπεις αποτυχημένη περμανάντ.
Τα βιβλία και τα DVD που αγοράζουμε χωρίζονται σε 2 κατηγορίες: σε αυτά που τα αγοράζουμε επειδή θέλουμε πολύ να τα δούμε/διαβάσουμε και σε αυτά που τα αγοράζουμε επειδή νομίζουμε ότι πρέπει να τα δούμε/διαβάσουμε. Έτσι την είχα πατήσει πριν καιρό με τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι. Το αγόρασα αφενός γιατί το Έγκλημα και Τιμωρία του ίδιου συγγραφέα με είχε συναρπάσει κι αφετέρου γιατί πίστευα ότι το βιβλίο αυτό ανήκει σε αυτά τα «αριστουργήματα» που σε κάνουν πιο έξυπνο (συλλογισμός ο οποίος έρχεται σε αντίθεση με τον τίτλο του βιβλίου) ή τουλάχιστον σε κάνουν να φαίνεσαι πιο έξυπνος σε αυτόν που κάθεται δίπλα σου στο μετρό όταν το διαβάζεις ή σε αυτόν που το βλέπει στο κομοδίνο του δωματίου σου. Το αγόρασα, διάβασα τις πρώτες 15 σελίδες, το σκυλοβαρέθηκα και το παράτησα. Μετά από κάτι μήνες, είχα ξεχάσει ότι το είχα αγοράσει και απορρίψει οπότε το ξαναγόρασα. Αυτό σημαίνει ότι δεν το έχω διαβάσει 2 φορές.
Και δεν το έχω διαβάσει αφενός γιατί δε μου κέντρισε το ενδιαφέρον κι αφετέρου γιατί έχει ανταγωνισμό από άλλα σπουδαία βιβλία που δεν έχω διαβάσει. Αστυνομικά, επιστημονικής φαντασίας, βιογραφίες, ιστορικά, παραιατρικά, έχω αγοράσει ένα σκασμό βιβλία και αρκετά τα έχω μισοδιαβασμένα ή ανέγγιχτα. Άσε που δε μπορώ να αγοράσω μόνο ένα βιβλίο τη φορά, θα αγοράσω τουλάχιστον 3 μαζί. Είναι λες και αντί για βιβλία, αγοράζω τούβλα για να εντοιχίσουν τη βιβλιοθήκη μου, σαν χελιδόνι που χτίζει τη φωλιά του.
Πρόσθεσε σε όλα αυτά την επανάσταση που έφεραν τα torrents και καταλήγεις με gigabyte σκληρού δίσκου από μιλιούνια ωρών με σειρές, ταινίες και τραγούδια. Για παράδειγμα ξοδέψαμε μήνες παρακολούθησης, αναμονής και συζητήσεων για το Lost και τι καταλάβαμε με το τέλος του? Παπάρια, ήταν τόσο ακαταλαβίστικο όσο και το γιατί ο Hurley δεν είχε χάσει ούτε ένα κιλό όλον αυτό τον καιρό στο νησί με τόσες στερήσεις και ταλαιπωρίες. House, The Event, Supernatural, Dexter, How I met your mother, Harry Potter, τα άπαντα του Σερλοκ Χολμς, καμια κατοσταριά βιβλίων του Στήβεν Κινγκ, της πουτάνας γίνεται στο δωμάτιό μου, τέτοια υπερπροσφορά ψυχαγωγίας δε νομίζω ότι ξανάγινε.
Και είναι και αυτά τα κλασικά αριστουργήματα που ο περίγυρος σε θεωρεί βλάσφημο αν δεν τα έχεις δει λες κι άμα δεν έχεις δει τη διάσωση του στρατιώτη Ράιαν θα πρέπει να σου αφαιρεθεί το δικαίωμα να ψηφίζεις ας πούμε (η οποία ντάξει είναι και γαμώ τις ταινίες, απλά I’m just saying). Την τριλογία ο Νονός? Δεν επιτρέπεται να μην το έχεις δει. Το Requiem for a dream με τις εκπληκτικές αλληγορίες του για τους εθισμούς και το επιβλητικό του soundtrack? Οπωσδήποτε κατέβασέ το τώρα. Και μετά βρίσκομαι εγώ στην άβολη θέση να πρέπει να επιλέξω ανάμεσα σε ένα 3ωρο πολεμικό ολοκαύτωμα ή σε 9 ώρες βιογραφίας μαφιόζικων οικογενειών ή σε μια δίωρη ψυχοπλακωματική ταινία όπου στο τέλος οι πρωταγωνιστές (WARNING: SPOILER AHEAD) παθαίνουν σήψη και ακρωτηριάζονται ή γίνονται πουτάνες ή τους κλείνουν στο ψυχιατρείο. Δεν επιλέγω κανένα από τα τρία, θα μου τα διέκοπταν με sms και τηλέφωνα ούτως ή άλλως και θα μου χάλαγαν το mood.
Οπότε να τα αγνοήσω και να δω κάτι πιο ελαφρύ όπως το νέο Shrek ή το Toy Story 3? Όχι, κάθονται κι αυτά και αραχνιάζουν σε μια γωνιά του σκληρού μου δίσκου γιατί νιώθω ένοχος που δεν έχω δει τον αριστουργηματικό Νονό πρώτα.
Τριγύρω μας ένας σκασμός από συνεχώς αυξανόμενα σε αριθμό βιβλία, ταινίες, σειρές, άλμπουμ, τραγούδια, εκπομπές, βιντεοπαιχνίδια, εφημερίδες, περιοδικά, site, νέα μπλογκς, νέα ποστ, e-mail, sms, τηλεφωνήματα, γράμματα, όλα αυτά ανταγωνίζονται μανιωδώς κι απεγνωσμένα για την προσοχή μας. Χωρίς να κουνηθώ εκατοστά από τη θέση μου έχω άμεση πρόσβαση μέσω του λάπτοπ μου να ακούσω την πλειοψηφία κάθε είδους μουσικής που έχει ηχογραφηθεί, να κατεβάσω και να δω κάθε φιλμ ή ερασιτεχνικό βίντεο που έχει γυριστεί ή να παραγγείλω οποιοδήποτε βιβλίο έχει γραφτεί.
Το αποτέλεσμα είναι ότι σχεδόν τίποτα από όλα αυτά δε μπορούμε να απολαύσουμε όπως πρέπει. Προτού καν ολοκληρώσεις τη μια σειρά/ταινία/βιβλίο έχεις μπριζωθεί από το μανιακό marketing κι έχεις βάλει να κατεβάζει την επόμενη σειρά/ταινία/βιβλίο. Υπάρχουν πάρα πολλά από το καθετί. Πληθώρα, υπερπροσφορά, υπερπαραγωγή. Κάνει το κεφάλι μου να γυρίζει.
Νομίζω πως αυτή η αχαλίνωτη υπερπαραγωγή είναι η λογοκρισία των καιρών μας. Σε μια εποχή που όλα επιτρέπονται και όλες οι φωνές ακούγονται, γεμίζουν τον κόσμο τριγύρω με κάθε λογής τσιχλόφουσκες-δημιουργίες, τριβελίζουν το μυαλό του πλήθους με συνεχές μάρκετινγκ και θάβουν οτιδήποτε αξιόλογο.
Well, there’s nothing we can really do about it οπότε ορίστε πώς είναι η νέα ανανεωμένη βιβλιοθήκη μου.
Έχει μόνο βιβλία της σχολής μου! (κι ένα κουκλάκι-τρελή αγελάδα κάτω από ένα κουκλάκι-γάιδαρο που χορεύει)
Κι εδώ το νέο μου λάπτοπ.
Oh fucking yes, ξέρω ότι δε σε νοιάζει κι ότι σε απασχολούν σημαντικότερα πράγματα στη ζωή σου αλλά πήρα νέο ΟΛΟΔΙΚΟ μου λάπτοπ, χωρίς να χρειάζεται πλέον να το μοιράζομαι με τον αδερφό or anybody else for that matter (–οπότε αποθηκεύω άφοβα τα favourite links από youporn. :P)
Υ.Γ. Θα χρησιμοποιήσω αυτό το υστερόγραφο για να εκφράσω την οργή και την αγανάκτησή μου για μια αναίσχυντη κλοπή στην οποία έπεσα θύμα τις προάλλες. Πήγα κουνάμενος σινάμενος την Παρασκευή το βράδυ να φάω στο ιταλικό εστιατόριο Antonio στην πλατεία Εσπερίδων στη Γλυφάδα με όρεξη, κέφι και καλή διάθεση αλλά κατέληξα να σιχτιρίσω την ώρα που πάτησα το πόδι μου εκεί μέσα. Πολύ γλυκός ο χώρος, ευγενέστατος ο σερβιτόρος αλλά what the fuck man? Μου χρεώνεις 6 ευρώ δυο ψωροψωμάκια και μια κουταλίτσα από πολτό ελιάς με το καλημέρα σας? Έστω από ευγένεια ρώτα με πρώτα αν τα θέλω και μετά πέταξέ τα μου στο τραπέζι και καραχρέωσέ τα. Και μου ανοίγεις κι ένα Αύρα και μου το χρεώνεις 3 ευρώ. Δηλαδή με το που κάθεσαι έχεις χρεωθεί 9 ευρώ! Ας φόραγαν κουκούλες να μου έχωναν κι ένα πιστόλι στον κρόταφο και να μου τράβαγαν το πορτοφόλι, αυτό θα ήταν μια αξιοπρεπής ληστεία τουλάχιστον!
Θα μου πεις πληρώνεις το χώρο και το μέρος. Fuck me, είχε δέκα κάδρα πολύ ωραία σιγά τα αυγά, βάλε μου έστω στο λογαριασμό χρέωση για τα κάδρα μη μου βάζεις χρέωση για τα 2 ψωμάκια! Η βραδιά όπως θα φαντάζεσαι συνεχίστηκε στο ίδιο κλίμα με μια μικρή μαρουλοσαλάτα με ντομάτα και κρεμμύδι (στο μενού αυτή λεγόταν ανάμεικτη) η οποία χρεώθηκε 10 ευρώ και 4 ραβιόλια σαν κυρίως πιάτο από τα οποία έφαγα τα 3 με το ζόρι. I hate Antonio. -.-